Ονομασίες των Ελλήνων
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οι
Έλληνες ήταν γνωστοί με πολλά διαφορετικά ονόματα στην ιστορία.
Οι πολεμιστές που έπεσαν στις Θερμοπύλες έπεσαν ως Έλληνες, ενώ αιώνες αργότερα όταν κήρυττε ο Ιησούς οποιοδήποτε πρόσωπο μη-εβραϊκής πίστης ήταν ένας Έλληνας.
Ενώ επί του αυτοκράτορα
Μεγάλου Κωνσταντίνου ήταν γνωστοί σαν
Ρωμαίοι, και πάντα οι γείτονές τους στη Δύση θα τους έλεγαν Γραικούς, ενώ στην Ανατολή
Αλ Ρουμ (
Ρωμαίοι).
Η αρχή κάθε ιστορικής εποχής συνοδευόταν από ένα νέο όνομα, είτε απολύτως καινούριο, είτε παλαιό και ξεχασμένο, όνομα από την παράδοση ή δανεισμένο από τους ξένους. Κάθε ένα από αυτά ήταν σημαντικό στην εποχή του και όλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν με αλλαγές, και πιθανότατα γι' αυτό οι
Έλληνες είναι ένας πολυώνυμος λαός.
Αχαιοί
Στην
Ιλιάδα του
Ομήρου, οι ελληνικές συμμαχικές δυνάμεις περιγράφονται με τρία διαφορετικά ονόματα: Αργείοι, Δαναοί και Αχαιοί, και όλα με την ίδια έννοια. Από τα παραπάνω ο πρώτος τύπος χρησιμοποιείται 29 φορές, ο δεύτερος 138 και ο τρίτος 598 φορές.
[1].
Οι Αργείοι είναι ένας πολιτικός όρος που προέρχεται από την αρχική πρωτεύουσα των Αχαιών, το Άργος. Οι Δαναοί είναι το όνομα που αποδίδεται στη φυλή που εξουσιάζει αρχικά την
Πελοπόννησο και την περιοχή κοντά στο Άργος. Αχαιοί ονομάζεται η φυλή που, ενισχυμένη από τους Αιολείς, κυριάρχησε πρώτη στα ελληνικά εδάφη, επικεντρωμένοι γύρω από την πρωτεύουσά τους, τις Μυκήνες.
Έλληνες
Κατά την διάρκεια του
Τρωικού Πολέμου, οι
Έλληνες ήταν μια σχετικά μικρή αλλά δυνατή φυλή στην Φθία της
Θεσσαλίας, συγκεντρωμένοι στις πόλεις Άλος, Αλώπη, Τροιχίνα και στο Πελασγικό Άργος
[2].
Διάφορες ετυμολογίες που έχουν προταθεί για τη λέξη Έλληνας, αλλά καμία δεν είναι ευρέως αποδεκτή-Σαλ, προσεύχομαι' έλλ, ορεινός' σελ, φωτίζω. Μια πιό πρόσφατη μελέτη συνδέει το όνομα με την πόλη Ελλάς, δίπλα στον ποταμό Σπερχειό, που λεγόταν επίσης Ελλάς στην αρχαιότητα.
[3]
Ωστόσο, είναι γνωστό με σιγουριά ότι οι
Έλληνες έχουν σχέση με τους Σελλούς, τους ιερείς της
Δωδώνης στην
Ήπειρο. Ο
Όμηρος περιγράφει τον
Αχιλλέα να προσεύχεται στον Δωδώνιο Δία σαν τον αρχέγονο Θέο: «Βασιλέα Ζευ, φώναξε, Άρχοντα της Δωδώνης, θεέ των Πελασγών, που κατοικούν μακριά, που έχεις τη χειμωνιάτικη Δωδώνη κάτω από την εξουσία σου, όπου οι Ιερείς σου οι Σελλοί κατοικούν γύρω σου με τα πόδια τους άπλυτα και τα καταλύματά τους πάνω στο έδαφος
[4].»
Ο
Πτολεμαίος αποκαλεί την
Ήπειρο αρχέγονη Ελλάδα[5] και ο
Αριστοτέλης αναφέρει για την ίδια περιοχή ότι ένας αρχαίος κατακλυσμός ήταν πολύ άγριος «στην αρχαία Ελλάδα, μεταξύ της Δωδώνης και του Αχελώου ποταμού [...], τη γη που κατείχαν οι Σελλοί και οι Γραικοί, που αργότερα θα γίνονταν γνωστοί ως Έλληνες», (οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί, νυν δ' Έλληνες)
[6]. Η θέση, συνεπώς, ότι οι Έλληνες ήταν μία φυλή από την Ήπειρο η οποία αργότερα μετανάστευσε προς τα νότια στην Φθία της Θεσσαλίας επαληθεύεται. Η επέκταση μιας συγκεκριμένης λατρείας του
Δία στη
Δωδώνη, μια τάση των Ελλήνων να σχηματίζουν ακόμη μεγαλύτερες κοινότητες και
αμφικτυονίες, καθώς και η αυξανόμενη δημοτικότητα της λατρείας των
Δελφών, είχε σαν αποτέλεσμα την επέκταση του ονόματος στην υπόλοιπη ελληνική χερσόνησο, αργότερα πέρα από το
Αιγαίο πέλαγος, στην
Μικρά Ασία και τελικά προς δυσμάς στη
Σικελία και τη νότια
Ιταλία, οι οποίες ήταν γνωστές με τον όρο
Μεγάλη Ελλάδα.
Η λέξη
Έλληνες με την ευρύτερη σημασία της απαντάται για πρώτη φορά σε μια επιγραφή αφιερωμένη στον
Ηρακλή για τη νίκη του στις Αμφικτυονίες
[7] και αναφέρεται στην 48η
Ολυμπιάδα (
584 π.Χ.). Φαίνεται πως παρουσιάστηκε τον 8ο αιώνα π.Χ. με τους
Ολυμπιακούς Αγώνες και σταδιακά καθιερώθηκε μέχρι τον 5ο αιώνα π.Χ.
Μετά τον πόλεμο εναντίον των Περσών, αναρτήθηκε μια επιγραφή στους
Δελφούς για τη νίκη εναντίον των
Περσών και υμνεί τον
Παυσανία ως τον αρχηγό των Ελλήνων.
[8] Η συνείδηση μιας πανελλήνιας ενότητας προωθείτο μέσω θρησκευτικών εκδηλώσεων, με σημαντικότερη τα
Ελευσίνια Μυστήρια, στην οποία οι μυημένοι έπρεπε να μιλούν ελληνικά, και βέβαια μέσω της συμμετοχής στους τέσσερις
Πανελλήνιους Αγώνες, όπως ήταν οι
Ολυμπιακοί Αγώνες. Απαγορευόταν η συμμετοχή στις γυναίκες και στους μη-Έλληνες. Ορισμένες εξαιρέσεις σημειώθηκαν πολύ αργότερα, όπως για παράδειγμα για τον Αυτοκράτορα
Νέρωνα και ήταν αδιαμφισβήτητα ένδειξη της ρωμαϊκής ηγεμονίας.
Η ανάπτυξη
μυθολογικών γενεαλογιών από επώνυμους ιδρυτές, πολύ αργότερα μετά τη μετανάστευση προς τα νότια Αχαιών, Ιώνων, Αιολέων και Δωριέων, επηρέασε το πώς αντιμετωπίζονταν οι βορειότερες φυλές. Κατά τον
Τρωικό Πόλεμο, οι
Ηπειρώτες, οι
Μολοσσοί και οι
Μακεδόνες δε θεωρούνταν Έλληνες, καθώς οι λαοί με αυτές τις ονομασίες δεν ήταν τότε παρά μια μικρή φυλή στη
Θεσσαλία, μέλος της οποίας ήταν ο
Αχιλλέας. Ωστόσο, ακόμα κι όταν η ονομασία επεκτάθηκε, καλύπτοντας όλους τους λαούς νότια του
Ολύμπου, οι βορειότεροι λαοί με τις ίδιες ρίζες δεν αποκαλούνταν έτσι. Ένας λόγος ήταν η άρνησή τους να συμμετάσχουν στους
Περσικούς Πολέμους. Ωστόσο, αντιπρόσωποι των φυλών αυτών είχαν γίνει δεκτοί στους
Ολυμπιακούς Αγώνες και διαγωνίστηκαν μαζί με άλλους Έλληνες.
[9] Ο
Θουκυδίδης αποκαλεί βαρβάρους τους
Ακαρνάνες, τους
Αιτωλούς[10], τους
Ηπειρώτες[11] και τους
Μακεδόνες[12], αλλά το επιχειρεί σε καθαρά γλωσσικό πλαίσιο. Όταν ο ρήτορας
Δημοσθένης αποκαλεί τους
Μακεδόνες χειρότερους από βαρβάρους στον Γ' Φιλιππικό, το κάνει με σεβασμό στον πολιτισμό τους, ο οποίος απλώς δε συμβαδίζει με τα κοινά ελληνικά πρότυπα. Από την άλλη πλευρά, ο
Πολύβιος θεωρεί τις φυλές της δυτικής
Ελλάδας,
Ηπείρου και
Μακεδονίας αμιγώς ελληνικές.
[13]
Έλληνες και Βάρβαροι
Στους επόμενους αιώνες, ο «Έλληνας» απέκτησε ευρύτερη έννοια, συμβολίζοντας όλους τους πολιτισμένους, ενώ το αντίθετο, «βάρβαρος», αντιπροσώπευε τους απολίτιστους.
Το πρώτο πράγμα που οι ελληνικές φυλές παρατήρησαν ήταν το γεγονός της διαφορετικότητας στην ομιλία με τους γειτονικούς λαούς. Στο γεγονός αυτό βασίζεται ουσιαστικά και ο χαρακτηρισμός βάρβαρος ("barbarian"), ο ομιλών ξενική γλώσσα ως προς τους Έλληνες. Ο όρος «βάρβαρος» θεωρείται ότι προέρχεται από τη προσπάθεια απόδοσης της ξενικής αυτής ομιλίας, βάσει της ερμηνείας των παραγόμενων ήχων (bar-bar), που έφτανε στα αυτιά των διαφόρων ελληνικών φυλών ως κάποιο είδος ψευδισμού.
[14] Αυτό αλήθευε και για τους
Αιγύπτιους, που, σύμφωνα με τον
Ηρόδοτο, αποκαλούσαν βαρβάρους όλους όσοι μιλούσαν διαφορετική γλώσσα
[15], και για τους
Σλάβους πιο πρόσφατα, οι οποίοι αποκαλούσαν τους
Γερμανούς με το όνομα
nemec, που σημαίνει
τραυλός [16]. Ο
Αριστοφάνης στους
Όρνιθες αποκαλεί τον αγράμματο επιστάτη
βάρβαρο, ο οποίος όμως έμαθε στα πουλιά να μιλάνε
[17]. Τελικά, ο όρος επεκτάθηκε σε ολόκληρο τον τρόπο ζωής των ξένων, ταυτίστηκε δηλαδή με τους όρους "αγράμματος" ή «απολίτιστος». Έτσι, «ένας αγράμματος άνθρωπος είναι κι αυτός βάρβαρος»
[18]. Σύμφωνα με το
Διονύσιο της Αλικαρνασσού, ένας Έλληνας διέφερε από ένα βάρβαρο σε τέσσερα σημεία: εκλεπτυσμένη γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία και νόμους
[19]. Η ελληνική εκπαίδευση έγινε συνώνυμη με την ευγενή ανατροφή. Ο
Απόστολος Παύλος το θεωρούσε υποχρέωσή του να κηρύξει σε όλους τους λαούς το
Ευαγγέλιο, «Έλληνες και βαρβάρους, σοφούς και ανόητους»
[20].
Η διάκριση ανάμεσα σε Έλληνες και βαρβάρους διήρκεσε μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ. Ο
Ευριπίδης θεωρούσε λογικό να κυριαρχήσουν οι Έλληνες στους βαρβάρους, γιατί οι πρώτοι προορίζονταν για ελευθερία, ενώ οι δεύτεροι για σκλαβιά
[21]. Ο
Αριστοτέλης κατέληξε στο συμπέρασμα πως "η φύση ενός βαρβάρου κι ενός δούλου είναι ένα και το αυτό"
[22]. Η φυλετική διαφοροποίηση άρχισε να ξεθωριάζει με τη διδασκαλία των
Στωικών, που δίδασκαν πως όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι απέναντι στο
Θεό κι έτσι από τη φύση τους δεν μπορεί να υπάρχει ανισότητα μεταξύ τους. Με τον καιρό, η ονομασία
Έλληνας έγινε σημάδι διανόησης κι όχι καταγωγής, όπως είπε κι ο
Ισοκράτης.
Οι κατακτήσεις του
Μεγάλου ΑΛεξάνδρου έφεραν την ελληνική επιρροή στην Ανατολή, "εξάγοντας" τον ελληνικό πολιτισμό και μεταβάλλοντας την εκπαίδευση και τις κοινωνικές δομές των περιοχών αυτών.
Ο Ισοκράτης ανέφερε στον Πανηγυρικό του: "οι ταύτης μαθηταί των άλλων διδάσκαλοι γεγόνασι, και το των Ελλήνων όνομα πεποίηκε μηκέτι του γένους αλλά της διανοίας δοκείν είναι" [23]. Ο
Ελληνιστικός πολιτισμός είναι η εξέλιξη του κλασικού αρχαιοελληνικού πολιτισμού με παγκόσμιες προοπτικές. Παρομοίως, η ονομασία
Έλληνας εξελίχτηκε από μια εθνική ονομασία σε έναν πολιτιστικό όρο, που υποδήλωνε κάποιον που διήγαγε τη ζωή του σύμφωνα με τα ελληνικά ήθη.
Γραικοί
Το
Σολέτο είναι μια από τις εννιά
ελληνόφωνες πόλεις στην επαρχία της
Απουλίας, στην
Ιταλία. Οι κάτοικοι είναι απόγονοι του πρώτου κύματος του Ελληνικού Αποικισμού στην Ιταλία και τη Σικελία τον
8ο αιώνα π.Χ.. Η διάλεκτος που χρησιμοποιούν προέρχεται από την
Δωρική των πρώτων αποίκων, αλλά αναπτύχθηκε ξεχωριστά από την
Ελληνιστική Κοινή. Οι ίδιοι οι κάτοικοι αποκαλούνται
Grekos, από το
λατινικό Graecus, και θεωρούν τους εαυτούς τους
Έλληνες.
Η σύγχρονη
αγγλική λέξη
Greek προέρχεται από τη
λατινική Graecus, η οποία με τη σειρά της προέρχεται από την
ελληνική Γραικός, το όνομα μιας φυλής
Βοιωτών που μετανάστευσε στην Ιταλία τον
8ο αιώνα π.Χ.. Με αυτό το όνομα ήταν γνωστοί οι Έλληνες στη
Δύση. Ο
Όμηρος, κατά την απαρίθμηση των Βοιωτικών δυνάμεων στην
Ιλιάδα (Κατάλογος των Νηών), παρέχει την πρώτη γραπτή αναφορά για μια πόλη της
Βοιωτίας με το όνομα
Γραία[24] και ο
Παυσανίας αναφέρει ότι
Γραία ήταν το όνομα της αρχαίας πόλης της
Τανάγρας.
[25] Η
Κύμη, μια πόλη δυτικά της
Νεάπολης και νότια της
Ρώμης, ιδρύθηκε από Κυμείς και Χαλκιδείς, καθώς και κατοίκους της Γραίας. Στην επαφή τους με τους
Ρωμαίους ίσως και να οφείλεται η λατινική ονομασία
Graeci για όλες τις ελληνόφωνες φυλές.
Ο
Αριστοτέλης, η αρχαιότερη πηγή που αναφέρεται η λέξη αυτή, δηλώνει ότι ένας φυσικός κατακλυσμός "σάρωσε" την κεντρική
Ήπειρο, μια περιοχή της οποίας οι κάτοικοι αποκαλούνταν
Γραικοί κι αργότερα ονομάζονταν
Έλληνες[26]. Στη
Μυθολογία, ο
Γραικός είναι ξάδερφος του
Λατίνου και η λέξη μάλλον σχετίζεται με τη λέξη
γηραιός, που ήταν ο τίτλος των ιερέων της
Δωδώνης. Ονομάζονταν επίσης
Σελλοί, κάτι που δείχνει τη σχέση μεταξύ των δυο βασικών ονομασιών των Ελλήνων. Η επικρατούσα θεωρία για τον αποικισμό της Ιταλίας είναι ότι τμήμα κατοίκων της
Ηπείρου διέσχισαν τη
Δωδώνη και μετοίκησαν στη
Φθία και έγιναν γνωστοί ως
Έλληνες, η φυλή που οδήγησε στην
Τροία ο
Αχιλλέας. Οι υπόλοιποι κάτοικοι αναμείχθηκαν με άλλες φυλές που κατέφτασαν αργότερα, χωρίς όμως να χάσουν το όνομά τους. Από εκεί ταξίδεψαν δυτικά προς την
Ιταλία, πριν καταφτάσει το πρώτο κύμα αποικισμού στη Σικελία και την Κάτω Ιταλία τον 8ο αιώνα π.Χ.
Ίωνες
Στην
Ανατολή, καθιερώθηκε ένας εντελώς διαφορετικός όρος. Οι αρχαίοι λαοί της
Μέσης Ανατολής αναφέρονταν στους Έλληνες ως
Yunan, από την περσική λέξη
Γιαουνά (Yaunâ), η οποία με τη σειρά της προέρχεται από την ελληνική
Ιωνία, δηλαδή τα δυτικά παράλια της
Μικράς Ασίας. Στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., οι
Πέρσες κατέκτησαν την ιωνική φυλή κι έτσι η ονομασία αυτή επεκτάθηκε για όλους τους Έλληνες.
Οι αρχαιότερες αναφορές στους Yaunâ βρίσκονται στις αυτοκρατορικές επιγραφές της
δυναστείας των Αχαιμενιδών. Η πρώτη από αυτές (520 π.Χ.) είναι επιγραφή του
Δαρείου Α' στο Behistun
[1]. Σε άλλη επιγραφή του Δαρείου Α', στο Naqš-i Rustam
[2], αναφέρονται οι
Yaunâ με το ασπιδοειδές καπέλο. Αυτή η ονομασία προέρχεται από τη χρήση της
καυσίας, δηλαδή του μακεδονικού πλατύγυρου καπέλο για τον ήλιο (παραλλαγής του πέτασου), και υπονοεί τους Μακεδόνες
[3]. Επίσης, μια επιγραφή του
Ξέρξη στην
Περσέπολη και τις
Πασαργάδες μιλάει για
Yaunâ, κοντά και πέρα από τη θάλασσα[4].
Όλοι οι λαοί υπό την περσική κυριαρχία υιοθέτησαν αυτό τον όρο και από εκεί προέρχεται η σανσκριτική λέξη
Γιαβάνα, που συναντά κανείς σε αρχαία σανσκριτικά κείμενα, κι αργότερα αναφέρεται στους Έλληνες των ελληνιστικών βασιλείων της Ινδίας, καθώς και οι λέξεις
Yona στη
γλώσσα Πάλι και
Yonaka (όρος με τον οποίο αυτοχαρακτηρίζονταν οι Έλληνες της
Βακτρίας). Ο όρος
Yunan (युनान) χρησιμοποιείται σήμερα στα
τουρκικά, τα
αραβικά (يوناني), τα
περσικά, τα αζερικά, τα ινδικά
Χίντι (यूनान) και τις γλώσσες
Μαλάι (
Ινδονησία,
Μαλαισία κα).
Αλλοίωση της σημασίας του «Έλληνα»
Η ονομασία
Έλληνας απέκτησε μια εντελώς θρησκευτική σημασία στους πρώτους
χριστιανικούς αιώνες μέχρι και το τέλος της πρώτης χιλιετίας, διάστημα κατά το οποίο διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο η
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Καίρια ήταν η επαφή με τον
Ιουδαϊσμό, καθώς κληροδότησε τη θρησκευτική διαφοροποίηση των ανθρώπων. Οι
Εβραίοι, όπως κι οι
Έλληνες, διαφοροποιούσαν εαυτούς από τους ξένους, αλλά με θρησκευτικά κι όχι πολιτιστικά κριτήρια.
Με την κατάκτηση των Ελλήνων από τη
Ρώμη, όπως οι Έλληνες θεωρούσαν βαρβάρους όλους τους απολίτιστους λαούς, έτσι κι οι
Εβραίοι θεωρούσαν όλους τους παγανιστές
goyim (άπιστους, κυριολεκτικά "έθνη"). Η θρησκευτική αυτή διάκριση υιοθετήθηκε από τους πρώτους
Χριστιανούς κι έτσι αναφέρονταν σε όλους τους
παγανιστές ως
Έλληνες.
Ο
Απόστολος Παύλος στις Επιστολές του χρησιμοποιεί την ονομασία
Έλληνας σχεδόν πάντα σε σχέση με την ονομασία
Εβραίος, πιθανότατα με σκοπό να αντιπροσωπεύσει το σύνολο των δυο θρησκευτικών κοινοτήτων
[27]. Ο
Έλληνας χρησιμοποιείται με θρησκευτική σημασία για πρώτη φορά στην
Καινή Διαθήκη, στο
Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον [28]. Καθαρά θρησκευτική σημασία έφτασε να κατέχει ο όρος κατά το 2ο ή 3ο αιώνα μ.Χ. Ο
Αθηναίος Aριστείδης αναφέρεται στους
Έλληνες σαν έναν από τους αντιπροσωπευτικούς παγανιστικούς λαούς, μαζί με τους
Αιγύπτιους και τους
Χαλδαίους [29]. Αργότερα, ο
Κλήμης ο Αλεξανδρεύς αναφέρει έναν ανώνυμο Χριστιανό συγγραφέα, που αποκαλούσε τους παραπάνω
Έλληνες και μιλούσε για δυο παλιά έθνη κι ένα νέο: το
χριστιανικό έθνος
[30].
Από τότε και στο εξής, ο όρος δε σήμαινε εθνική καταγωγή ούτε ελληνική εκπαίδευση, αλλά γενικά παγανιστές, ανεξαρτήτου φυλής. Η προσπάθεια του Αυτοκράτορα
Ιουλιανού να επαναφέρει τον παγανισμό απέτυχε και σύμφωνα με τον
Πάπα Γρηγόριο Α', "τα πράγματα εξελίχθηκαν υπέρ της Χριστιανοσύνης και η θέση των Ελλήνων επλήγη σοβαρά"
[31]. Μισό αιώνα αργότερα,
Χριστιανοί διαμαρτύρονται εναντίον του Έπαρχου της
Αλεξάνδρειας, κατηγορώντας τον ότι ήταν Έλληνας
[32]. Ο
Θεοδόσιος Α' προέβη στα πρώτα "νομοθετικά" βήματα εναντίον του παγανισμού, αλλά οι νομοθετικές μεταρρυθμίσεις του
Ιουστινιανού προκάλεσαν διώξεις των παγανιστών σε μαζικό βαθμό. Ο
Ιουστινιάνειος Κώδικας περιείχε δυο νόμους, που διέτασσαν την ολοκληρωτική καταστροφή του
Ελληνισμού, ακόμα και στο δημόσιο βίο. Οι μη-Χριστιανοί θεωρούνταν δημόσια απειλή, κάτι που υποβίβασε ακόμη περισσότερα τη σημασία του
Έλληνα. Παραδόξως, σύμφωνα με το
λεξικό της Σούδας, ο
Τριβωνιανός, ο ίδιος ο νομικός αρμοστής του
Ιουστινιανού, ήταν "Έλληνας"
[33].
Ρωμαίοι
Ρωμαίοι είναι η ονομασία με την οποία οι
Έλληνες ήταν γνωστοί κατά τον
Μεσαίωνα. Ενώ η
Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εκχριστιανιζόταν, η θρησκευτική αλλοίωση του ονόματος
Έλλην ολοκληρώθηκε. Στη διάρκεια εκείνης της περιόδου οι Έλληνες της Αυτοκρατορίας υιοθέτησαν την ονομασία
Ρωμαίοι, επειδή η προηγούμενη είχε χάσει την παλαιότερη σημασία της. Έτσι ενώ η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εξελληνιζόταν, το όνομα των Ελλήνων εκρωμαϊζόταν.
Το ξένο δανεικό όνομα αρχικά είχε περισσότερο πολιτική παρά εθνική σημασία, η οποία συνοδοιπορούσε με την οικουμενική ιδεολογία της Ρώμης που φιλοδοξούσε να περικλείσει όλα τα έθνη του κόσμου κάτω από ένα αληθινό Θεό. Μέχρι τις αρχές του 7ου αιώνα, όταν η Αυτοκρατορία ακόμη έλεγχε μεγάλες εκτάσεις και πολλούς ανθρώπους, η χρήση του ονόματος
Ρωμαίος πάντα δήλωνε την κατοχή πολιτικών δικαιωμάτων και ποτέ καταγωγή. Διάφορες εθνότητες μπορούσαν να χρησιμοποιούν τα
εθνικά ονόματά τους ή τα
τοπωνύμια τους, για να αποσαφηνίζουν την κατοχή πολιτικών δικαιωμάτων από τη γενεαλογία, γι’ αυτό ο ιστορικός
Procopius προτιμά να αποκαλεί τους
Βυζαντινούς Εξελληνισμένους Ρωμαίους[34], ενώ άλλοι συγγραφείς χρησιμοποιούν
Ρωμαιοέλληνες και
Ελληνορωμαίοι[35], αποβλέποντας στο να δηλώσουν καταγωγή και κατοχή πολιτικών δικαιωμάτων συγχρόνως. Οι εισβολές των
Λομβαρδών και των
Αράβων τον ίδιο αιώνα είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια των περισσότερων επαρχιών, συμπεριλαμβανομένων και της
Ιταλίας και όλης της
Ασίας, εκτός από την
Ανατολία. Οι περιοχές που διατηρήθηκαν ήταν κυρίως
ελληνικές, μετατρέποντας έτσι την Αυτοκρατορία σε μια πολύ πιο συνεκτική ενότητα που τελικά εξελίχτηκε σε μια σαφώς ενσυνείδητη ταυτότητα. Διαφορετικά απ’ ότι τους προηγούμενους αιώνες, εκφράζεται μια ξεκάθαρη αίσθηση
εθνικισμού στα Βυζαντινά έγγραφα προς το τέλος της πρώτης χιλιετίας μ.Χ.
Η αποτυχία των Βυζαντινών να προστατεύσουν τον
Πάπα από τους
Λομβαρδούς εξανάγκασε τον Πάπα να αναζητήσει βοήθεια αλλού. Στο αίτημά του απάντησε ο
Πιπίνος II από την Ακουϊτανία, τον οποίο είχε ονομάσει "Πατρίκιο", ένα τίτλο που προκάλεσε μια σοβαρή σύγκρουση. Το
772, η Ρώμη έπαψε να μνημονεύει τον αυτοκράτορα που πρώτα κυβερνούσε από την Κωνσταντινούπολη, και στα
800 ο
Καρλομάγνος στέφθηκε Ρωμαίος αυτοκράτορας από τον ίδιο τον Πάπα, επίσημα απορρίπτοντας τους
Βυζαντινούς ως πραγματικούς Ρωμαίους. Σύμφωνα με τη ερμηνεία των γεγονότων από τους Φράγκους, ο
παπισμός κατάλληλα "μετέφερε τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική εξουσία από τους Έλληνες στους Γερμανούς, στο όνομα της Μεγαλειότητός του, του Καρόλου".
[36] Στο εξής, ένας πόλεμος ονομάτων ξέσπασε γύρω από τα ρωμαϊκά αυτοκρατορικά δικαιώματα. Αδυνατώντας να αρνηθούν ότι υπήρχε ένας αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη, ικανοποιούνταν αποκηρύσσοντας τον ως διάδοχο της ρωμαϊκής κληρονομιάς με το επιχείρημα ότι οι
Έλληνες δεν είχαν καμιά σχέση με τη ρωμαϊκή κληρονομιά. Ο
Πάπας Νικολάος Α' έγραψε στον
Αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ', "
Παύσατε να αποκαλείστε 'Αυτοκράτωρ Ρωμαίων,' αφού οι Ρωμαίοι των οποίων ισχυρίζεστε ότι είστε Αυτοκράτορας, είναι στην πραγματικότητα βάρβαροι, κατά τη γνώμη σας".
[37]
Στο εξής, ο αυτοκράτορας στην Ανατολή ήταν γνωστός και μνημονευόταν ως
Αυτοκράτωρ Ελλήνων και η χώρα τους ως
Ελληνική Αυτοκρατορία, διατηρώντας και τους δύο "Ρωμαϊκούς" τίτλους για τον Φράγκο βασιλιά. Το ενδιαφέρον και των δύο πλευρών ήταν περισσότερο κατ’ όνομα παρά πραγματικό. Καμιά γη δε διεκδικήθηκε ποτέ, αλλά η προσβολή που οι
Βυζαντινοί αισθάνθηκαν για την κατηγορία καταδεικνύει πόσο συναισθηματικά συνδεδεμένοι με το όνομα
Ρωμαίος ήταν (ρωμαίος). Πραγματικά, ο Επίσκοπος
Λιουτπράνδος (Cremon Liutprand), απεσταλμένος της φραγκικής αυλής, φυλακίστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα στην Κωνσταντινούπολη, επειδή δεν αναφέρθηκε στον Ρωμαίο αυτοκράτορα με τον κατάλληλο τίτλο του.
[38] Η φυλάκισή του ήταν μια αντεκδίκηση για την επανίδρυση της Ιερής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον βασιλιά του, τον
Όθωνα Α'.
Βυζαντινοί
Την εποχή της
πτώσης της Ρώμης οι περισσότεροι κάτοικοι της Ανατολής είχαν φτάσει στο σημείο να θεωρούν τους εαυτούς τους Χριστιανούς και, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, είχαν κάποια ιδέα ότι ήταν Ρωμαίοι. Ακόμη κι αν δε συμπαθούσαν τη διακυβέρνησή τους περισσότερο απ' ότι πριν, οι Έλληνες ανάμεσά τους δεν μπορούσαν πλέον να τη θεωρούν ξένη, ότι ασκούνταν από Λατίνους στην Ιταλία. Η ίδια η λέξη Έλλην είχε ήδη αρχίσει να σημαίνει ειδωλολάτρης παρά έναν άνθρωπο ελληνικής φυλής ή που μετείχε στον ελληνικό πολιτισμό. Αντίθετα η συνηθισμένη λέξη για έναν Έλληνα της ανατολής είχε αρχίσει να είναι το Ρωμαίος, το οποίο εμείς οι σύγχρονοι αποδίδουμε ως
Βυζαντινός.
[39]
Ο όρος "Βυζαντινή Αυτοκρατορία" επινοήθηκε το 1557, έναν αιώνα περίπου μετά την
Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τον Γερμανό ιστορικό
Ιερώνυμου Βολφ (Hieronymus Wolf), ο οποίος εισήγαγε ένα σύστημα Βυζαντινής
ιστοριογραφίας στο έργο του
Corpus Historiae Byzantinae, για να διακρίνει την αρχαία Ρωμαϊκή από τη μεσαιωνική Ελληνική ιστορία, χωρίς να στρέψει την προσοχή προς τους αρχαίους προγόνους τους. Αρκετοί συγγραφείς υιοθέτησαν την ορολογία του στη συνέχεια, αλλά παρέμεινε σχετικά άγνωστη. Όταν το ενδιαφέρον αυξήθηκε, οι Άγγλοι ιστορικοί προτιμούσαν να χρησιμοποιούν ορολογία "Ρωμαϊκή" (ο
Έντουαρντ Γκίμπον (Edward Gibbon) τη χρησιμοποιούσε με έναν ιδιαίτερα μειωτικό τρόπο)• ενώ οι Γάλλοι ιστορικοί προτιμούσαν να την ονομάζουν "Ελληνική".
[40] Ο όρος επανεμφανίστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα και από τότε έχει κυριαρχήσει πλήρως στην ιστοριογραφία, ακόμη και στην
Ελλάδα, παρά τις αντιρρήσεις του
Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου (ισχυρού Έλληνα ομολόγου του Gibbon) ότι η αυτοκρατορία θα έπρεπε να καλείται "Ελληνική". Λίγοι Έλληνες λόγιοι υιοθέτησαν την ορολογία εκείνη την εποχή, αλλά έγινε δημοφιλής μόνο το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
[41]
Αναβίωση της σημασίας «Έλληνας»
Η είσοδος των
Σταυροφόρων στην
Κωνσταντινούπολη, του
Ευγένιου Ντελακρουά, 1840. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους όξυνε τον ελληνικό εθνικισμό και την απέχθεια για τους Λατίνους, κάτι που απεικονίζεται στα έγγραφα της εποχής.
H εξωεκκλησιαστική χρήση της ονομασίας
Έλληνας αναβίωσε τον
9ο αιώνα, μετά την έκλειψη του παγανισμού, που δεν ήταν πλέον απειλή για την κυριαρχία του
Χριστιανισμού. Ο όρος στη
Βυζαντινή Αυτοκρατορία απέκτησε αρχικά την πολιτισμική του σημασία και μέχρι τον
11ο αιώνα απέκτησε την αρχική του σημασία: του ανθρώπου με ελληνική καταγωγή, συνώνυμου εκείνη την εποχή με τον όρο
Ρωμαίος.
Η επανίδρυση του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης στο παλάτι της
Μαγναύρας δημιούργησε ενδιαφέρον για την απόκτηση γνώσης, ιδιαίτερα στις ελληνικές σπουδές. Ο
Πατριάρχης Φώτιος Α' ενοχλείτο που "οι ελληνικές σπουδές προτιμώνταν αντί των πνευματικών έργων". Ο
Μιχαήλ Ψελλός λαμβάνει ως φιλοφρόνηση τα λόγια του Αυτοκράτορα
Ρωμανού Γ', ότι "είχε ελληνική ανατροφή" και ως αδυναμία του Αυτοκράτορα
Μιχαήλ Δ' την έλλειψη ελληνικής εκπαίδευσης
[42], ενώ η
Άννα Κομνηνή ισχυριζόταν ότι "κατείχε τη σπουδή των Ελληνικών στο μέγιστο βαθμό"
[43] και, σχολιάζοντας την ίδρυση ορφανοτροφείου από τον πατέρα της, ανέφερε πως "εκεί μπορούσε να δει κανείς να εκπαιδεύεται ένας Λατίνος, ένας Σκύθης να μελετά ελληνικά, ένας Ρωμαίος να διαβάζει ελληνικά κείμενα κι ένας αγράμματος Έλληνας να μιλάει σωστά ελληνικά"
[44]. Σε αυτή την περίπτωση, μπορεί να λεχθεί πως οι
Βυζαντινοί ήταν
Ρωμαίοι σε πολιτικό επίπεδο αλλά
Έλληνες στην καταγωγή.
Ο
Ευστάθιος ο Θεσσαλονικεύς αποσαφηνίζει το διαχωρισμό αυτό στην αναφορά του για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το
1204: στους εισβολείς αναφέρεται με το γενικό όρο
Λατίνοι, περιλαμβάνοντας τους συναφείς με τη
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ενώ με τον όρο
Έλληνες αναφέρεται στον κυρίαρχο πληθυσμό της αυτοκρατορίας
[45].
Μετά την Άλωση της
Κωνσταντινούπολης από τους
Σταυροφόρους, τονίζεται ο ελληνικός εθνικισμός. Ο
Νικήτας Χωνιάτης υπογράμμιζε τα αίσχη των
Λατίνων απέναντι στους
Έλληνες στην
Πελοπόννησο [46]. Ο
Νικηφόρος Βλεμμύδης ανέφερε ως "Έλληνες" τους
Βυζαντινούς αυτοκράτορες
[47].
Ο δεύτερος
Αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης απηύθυνε μια επιστολή στον
Πάπα Γρηγόριο Θ' σχετικά με τη
"φρόνηση, η οποία επιδαψιλεύει το Ελληνικόν Έθνος". Υποστήριζε ότι η μεταβίβαση της αυτοκρατορικής εξουσίας από την
Ρώμη στην
Κωνσταντινούπολη υπαγορεύθηκε από εθνικούς μάλλον παρά από γεωγραφικούς λόγους και, κατά συνέπεια, δεν ανήκε στους
Λατίνους που είχαν καταλάβει την
Κωνσταντινούπολη: Η κληρονομιά του
Κωνσταντίνου του Μεγάλου μεταβιβάσθηκε στους Έλληνες, έτσι υποστήριζε, και αυτοί μόνοι ήσαν οι κληρονόμοι και διάδοχοί του
[48]. Ο γιος του
Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις επιθυμούσε σφοδρότατα να προβάλει το όνομα των Ελλήνων, με πραγματικό εθνικιστικό ζήλο. Προέβαλε ως επιχείρημα ότι
"η Ελληνική φυλή επικρατεί των άλλων γλωσσών" και ότι
"κάθε τομέας φιλοσοφίας και κάθε μορφή γνώσης είναι επινόηση των Ελλήνων... Τι έχετε, εσείς, ώ Ιταλοί, να επιδείξετε;"[49]
Η εξέλιξη του ονόματος ήταν αργή και ποτέ δεν αντικατέστησε πλήρως το "ρωμαϊκό" όνομα. Ο
Νικηφόρος Γρηγοράς ονόμασε το ιστορικό έργο του "Ρωμαϊκή Ιστορία".
[50] Ο Αυτοκράτορας
Ιωάννης ΣΤ' Καντακουζηνός, μέγας υποστηρικτής της Ελληνικής παιδείας, στα απομνημονεύματά του αναφέρεται πάντα στους Βυζαντινούς με τον όρο "Ρωμαίοι", εν τούτοις σε μια επιστολή που του απέστειλε ο Σουλτάνος της
Αιγύπτου Νάσερ Χασάν μπεν Μοχάμεντ, τον μνημονεύει ως "Αυτοκράτορα των Ελλήνων, Βουλγάρων, Ασάνων, Βλάχων, Ρώσων και Αλανών", όχι όμως των "Ρωμαίων".
[51] Τον επόμενο αιώνα ο
Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων υπέδειξε στον
Κωνσταντίνο 9ο Παλαιολόγο ότι ο λαός, του οποίου ηγείται, είναι "Έλληνες, όπως πιστοποιεί η φυλή, η γλώσσα και η παιδεία τους"
[52], ενώ ο
Λαόνικος Χαλκοκονδύλης συνηγορούσε υπέρ της ολοσχερούς αντικατάστασης του όρου "Ρωμαίοι" με τον όρο "Έλληνες" (Greek).
[53] Ο ίδιος ο
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος τελικά ανακήρυξε την
Κωνσταντινούπολη ως το "καταφύγιο των Χριστιανών, ελπίδα και αγάπη όλων των Ελλήνων (Hellenes)".
[54]
Μετά την πτώση της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και κατά τη διάρκεια της
οθωμανικής κατοχής, ξεκίνησε μια σφοδρή ιδεολογική διαμάχη ανάμεσα στις τρεις διαφορετικές ονομασίες των Ελλήνων. Η διαμάχη αυτή κόπασε για κάποιο χρονικό διάστημα μετά την
Ελληνική Επανάσταση του 1821, αλλά επιλύθηκε οριστικά μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα, μετά την κατάληψη της
Μικράς Ασίας από τους
Τούρκους.